- νέκυ
- νέκυςcorpsemasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέκυς — νέκῡς , νέκυς corpse masc acc pl νέκυς corpse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
nek̂- — nek̂ English meaning: death, dying; dead person Deutsche Übersetzung: “leibliche Todesvernichtung” Material: O.Ind. nasyati, nasati “geht verloren, verschwindet, vergeht”, nüs a yati “makes disappear, richtet zugrunde”… … Proto-Indo-European etymological dictionary
κοιλιοδαίμων — κοιλιοδαίμων, ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α) (ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλος («γάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτο δαίμων, νεκυ δαίμων)] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
νεκυομαντεία — νεκυομαντεία, ἡ (ΑΜ) ως κύριο όν. Νεκυομαντεία α) ο τίτλος τής ενδέκατης (λ) ραψωδίας τής Οδύσσειας, αλλ. Νέκυ(ι)α β) διάλογος τού Λουκιανού, αλλ. Μένιππος αρχ. η επίκληση τών νεκρών για να μαντεύσουν τα μέλλοντα, η νεκρομαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
νεροαγωγή — και, ιδιωμ. τ., νιραγή, η (Μ) υδραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγωγή (< ἄγω), πρβλ. νεκυ αγωγή] … Dictionary of Greek